
Εάν υπάρχει αυτό που αποκαλούμε κοινωνική συνείδηση, συλλογικό εγώ και συλλογική μνήμη, τότε σίγουρα το παρελθόν διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωσή τους. Ποτέ κανένας δεν είναι ίδιος με κάποιον προηγούμενο. Μπορεί να είναι καλύτερος ή χειρότερος, αλλά ποτέ ίδιος. Μέσα, όμως, και στον καλύτερο και τον χειρότερο άνθρωπο, το παρελθόν είναι ενεργό, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, με θετική ή αρνητική κατεύθυνση. Και στην κοινωνία σαν σύνολο.
Πριν από λίγες μέρες, είδα στην Ντόιτσε Βέλε (Deutsche Welle), στην εξαιρετική σειρά D-File, ένα πρόγραμμα με τίτλο «Η αποτυχία της δικαιοσύνης μετά τον πόλεμο». Μια καινούργια συγκλονιστική έρευνα του Christoph Weber, με τη συνδρομή πολλών ερευνητών, ιστορικών και δικαστικών, όπως οι Falco Werkentin, Jochen Kuhlmann, Norbert Frei κ.ά., για το πώς ενσωματώθηκαν μετά τον πόλεμο στη γερμανική δικαιοσύνη οι ναζί και πώς τα εγκλήματα των υπευθύνων για μαζικές εκτελέσεις συγκαλύφθηκαν από το καθεστώς της Δυτικής Γερμανίας. Μού θύμισε πώς ενσωματώθηκαν οι δοσίλογοι και οι συνεργάτες των ναζί στην Ελλάδα, αντί να λογοδοτήσουν για τις προδοτικές εγκληματικές τους ενέργειες. Μόνο που στη Γερμανία, η κλίμακα των εγκλημάτων και ο αριθμός των εγκληματιών αποτελούν ποιοτικά και ποσοτικά πολύ μεγαλύτερα μεγέθη.
Ίσως, 70 χρόνια μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τα εγκλήματα αυτά και η ατιμωρησία που έδωσε άφεση στους δράστες, να μην είχαν μεγάλη σημασία εάν οι συνέπειές τους δεν ανιχνεύονταν στις σημερινές κοινωνίες και εάν οι σύγχρονες πολιτικές δεν κουβαλούσαν μέσα τους στοιχεία από τα εγκλήματα, τις ιδέες που τα προκαλούσαν, τα συστήματα που τα εφάρμοσαν, τους ανθρώπους που τα εκτέλεσαν. Και δεν αναφέρομαι μόνο, ούτε κυρίως, στα νεοφασιστικά κινήματα που δυναμώνουν σε όλη την Ευρώπη. Αναφέρομαι στα δημοκρατικά καθεστώτα που ακολουθούν πολιτικές που δείχνουν πόσο δύσκολο ή/και ανεπιθύμητο σε σημαντικό βαθμό είναι να απαλλαγούν οι κοινωνίες από την επιρροή του σκοτεινού τους παρελθόντος.